- εκκυώ
- ἐκκυῶ (-έω) (Α)γεννῶ, παράγω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυώ — κυῶ, έω (Α) 1. έχω στην κοιλιά μου, εγκυμονώ, είμαι έγκυος («ἡ δ ἐκύει φίλον υἱόν», Ομ. Ιλ.) 2. μένω έγκυος, συλλαμβάνω («κατακλίνεταί τε παρ αὐτῷ καὶ ἐκύησε τὸν Ἔρωτα», Πλάτ.) 3. (για καρπό) διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι («ἔχει δὲ ἅμα καὶ τὸν νέον … Dictionary of Greek
ՓԱՐԱՏԵՄ — (եցի.) NBH 2 0936 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 11c ն. περιαιρέω aufero διαναπαύω requiescere facio ἑκκύω exuo. կր. ἁπέρχομαι abeo, discedo ἑνδίδωμι remitto, laxo, cedo. Հեռի առնել. ʼի բաց բառնալ. մերժել. ցրուել … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)